- ἀκάμμυστος
- ἀκάμμυστος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακάμμυστος — η, ο (Α ἀκάμμυστος, ον) 1. αυτός που δεν κλείνει τα μάτια, άυπνος, άγρυπνος 2. (οφθαλμός) που δεν κλείνει, ανοιχτός, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμμύω < καταμύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
ἀκαμμύστοις — ἀκάμμυστος without winking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)